Δημήτρης Λιαντίνης
Joomla Slide Menu by DART Creations
Τα Βιβλία του Λιαντίνη
  • An Image Slideshow
  • An Image Slideshow
  • An Image Slideshow
  • An Image Slideshow
  • An Image Slideshow
  • An Image Slideshow
  • An Image Slideshow
  • An Image Slideshow
  • An Image Slideshow
  • An Image Slideshow
  • An Image Slideshow
  • An Image Slideshow
  • An Image Slideshow
  • An Image Slideshow
Χειρόγραφα
Αναμονές - Προσθήματα

Eκδόθηκε το «ΟΔΟΣ ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ», ανέκδοτο μέχρι σήμερα βιβλίο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΙΑΝΤΙΝΗ

 Η ΓΚΕΜΜΑ επανέρχεται στο θέατρο ΒΡΕΤΑΝΙΑ

Η ΓΚΕΜΜΑ επανέρχεται στο
θέατρο ΒΡΕΤΑΝΙΑ από 2 Μαίου 2019

 Η ΓΚΕΜΜΑ επανέρχεται στο θέατρο ΒΡΕΤΑΝΙΑ

Η ΓΚΕΜΜΑ Του ΛΙΑΝΤΙΝΗ
Φιλοσοφικός στοχασμός σε θεατρική μορφή επιστρέφει στην Αθήνα

Η Γκέμμα του Λιαντίνη επιστρέφει στην Αθήνα

Η ΓΚΕΜΜΑ Του ΛΙΑΝΤΙΝΗ
Φιλοσοφικός στοχασμός σε θεατρική μορφή

Η Γκέμμα του Λιαντίνη Θεατρική Μορφή

Αγγλική Έκδοση της
Γκέμμα

Αγγλική Έκδοση της Γκέμμα

Ρωσική Έκδοση της
Γκέμμα

Ρωσική Έκδοση της Γκέμμα

Αγγλική έκδοση των ποιημάτων
Οι Ώρες των Άστρων

Αγγλική έκδοση των ποιημάτων Οι Ώρες των Άστρων

 

 
 

ΠΕΤΡΟΣ Κ. ΒΛΑΧΑΚΟΣ

ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ – Δ.Φ. ΤΟΥ Α.Π.Θ.

 

Προτάσεις του Δημήτρη Λιαντίνη για  τη διδασκαλία

της  νεοελληνικής λογοτεχνίας.

 

 

Εισαγωγικά

 

Ο Δημήτρης Λιαντίνης έχει ως γνωστόν ένα εξαίρετο επιστημονικό έργο και καταπιάνεται με πολλά μεγάλα και δύσκολα προβλήματα της φιλοσοφίας, της παιδαγωγικής, της λογοτεχνίας. Ο λόγος του είναι λόγος πολυεπίπεδος, θρεμμένος με όλο εκείνο το βαρύ φορτίο της ελληνικής γραμματείας και όχι μόνο, λόγος που συνδυάζει ταυτόχρονα την ενδελεχή και αντικειμενική πραγμάτευση των θεμάτων του με την έντονη ποιητική χροιά. Είναι λόγος του ποιητικού φιλοσόφου ή του φιλοσοφικού ποιητή; Όσο και να εμβαθύνει κανείς στα κείμενά του, είναι πολύ δύσκολο να δώσει μια οριστική απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα, εφόσον ο Δημήτρης  Λιαντίνης είναι συνάμα φιλόσοφος  και ποιητής[1]. Το βέβαιο είναι ότι ο λόγος του είναι λόγος ανόθευτος, γνήσιος και αληθινός, λόγος που οδηγεί σε πολλούς γόνιμους προβληματισμούς.

Πέρα όμως από το καθαρά επιστημονικό έργο του, το οποίο πιστεύω ότι αποτελεί σημαντική συμβολή, σταθμό θα έλεγα, στην ερμηνευτική προσέγγιση σπουδαίων ποιητικών – φιλοσοφικών έργων, όπως του Rilke[2], του Δ. Σολωμού[3], του Γ. Σεφέρη[4], αλλά και σποραδικά αρκετών άλλων λογοτεχνών, ο Δημήτρης  Λιαντίνης είναι ένας έξοχος δάσκαλος και παιδαγωγός. Βουτηγμένος στα νάματα της καθαρής ελληνικής σκέψης και γνωρίζοντας σε βάθος τις νεότερες ευρωπαϊκές, αλλά και τις σύγχρονες φιλοσοφικές – παιδαγωγικές αντιλήψεις,  μας έδωσε   την προσωπική του δυναμική κατάθεση σχετικά με την αγωγή[5] και τη διδασκαλία[6]. Στη συγκεκριμένη εργασία θα επιχειρήσουμε να εξετάσουμε τις αντιλήψεις του σχετικά με τη διδασκαλία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, αντιλήψεις οι οποίες πιστεύουμε ότι βοηθούν ουσιαστικά το δάσκαλο να σταθεί απέναντι στο νεοελληνικό λογοτεχνικό έργο, να το προσεγγίσει σταθερά και να μεταφέρει τα μηνύματα στους μαθητές του. Προτού ωστόσο αναφερθούμε διεξοδικότερα στις διδακτικές του αντιλήψεις για τη λογοτεχνία, πιστεύουμε ότι είναι σκόπιμο να δούμε σε γενικές γραμμές την ενασχόληση και τη συμβολή του στην ερμηνεία της λογοτεχνίας.

 

Η συμβολή του Δημήτρη Λιαντίνη στην ερμηνεία της Λογοτεχνίας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Δημήτρης Λιαντίνης ασχολήθηκε συστηματικά και μας έδωσε έξοχα δείγματα ερμηνείας λογοτεχνικών έργων ποιητών – φιλοσόφων.

Το πρόβλημα του συσχετισμού και των στόχων ποίησης και φιλοσοφίας τον απασχολεί ήδη στα προλεγόμενα της διδακτορικής του διατριβής «Έξυπνον Ενύπνιον. Οι ελεγείες του Duino του Rilke, όπου επισημαίνει τον κοινό τους στόχο, την κατάκτηση της γνώσης του όντος από τον άνθρωπο, αλλά  και τις ιδιαιτερότητές τους[7].

Στο βιβλίο του «Χάσμα σεισμού. Ο φιλοσοφικός Σολωμός»[8], το οποίο αποτελεί μια εμπεριστατωμένη και διεξοδική μελέτη για τις φιλοσοφικές ιδέες στο έργο του Διονυσίου Σολωμού, ο συσχετισμός του φιλοσοφικού με το ποιητικό έργο εξετάζεται αναλυτικά[9]. Ο συγγραφέας, αν και απαντά κατηγορηματικά ότι ο Σολωμός δεν είναι φιλόσοφος, εφόσον δεν γνωρίζει την τυπική λογική και τις κατηγορίες, ούτε είχε σπουδάσει συστηματικά τη φιλοσοφία[10], παρόλα αυτά φιλοσοφεί με κλασική σοβαρότητα και ο φιλοσοφικός του προβληματισμός είναι εκείνος που δίνει στην ποίησή του τα χαρακτηριστικά της μεγάλης τέχνης[11].

Στο βιβλίο του «Ο νηφομανής. Η ποιητική του Σεφέρη», ο συγγραφέας εξετάζει  την ποιητική του Γιώργου Σεφέρη και  τη στάση του απέναντι στα διάφορα προβλήματα[12] καθώς και τον αγώνα του ποιητή για την αυτοκάθαρση[13] και τη διερεύνηση των φιλοσοφικών του αντιλήψεων[14].

Εκτός από τα συγκεκριμένα βιβλία του, όπου το κέντρο βάρους της ερμηνείας πέφτει  κυρίως στους συγκεκριμένους ποιητές, διάσπαρτες είναι οι επί μέρους ερμηνευτικές προσεγγίσεις σε μεγάλους ποιητές, όπως τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, αλλά και το Μακρυγιάννη και τον Παπαδιαμάντη, εφόσον σύμφωνα με τις αντιλήψεις του ποίημα αποτελούν και τα έξοχα αυτά πεζογραφήματα[15].

 

 

Οι στόχοι του μαθήματος των Νέων Ελληνικών.

 

Οι στόχοι του μαθήματος των Νέων Ελληνικών επισημαίνονται από το συγγραφέα κυρίως  στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου του «Τα Ελληνικά», που επιγράφεται «η γλώσσα των ανθρώπων»[16]. Ξεκινώντας με την ορθή διαπίστωση  ότι από την εποχή του Καποδίστρια μέχρι τις μέρες μας η σχολική πράξη έρριξε το βάρος στη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών, ενώ  παραμελήθηκε το μάθημα των  Νέων Ελληνικών, το οποίο  είναι σπουδαιότερο, γιατί «η ζωή είναι το παν»[17], καθορίζει και αναλύει τους στόχους που δίνουν το σκοπό της διδασκαλίας του μαθήματος των Νέων Ελληνικών[18].

Ο πρώτος στόχος είναι η γνώση της ζωντανής γλώσσας από τα παιδιά. Η πρωταρχικότητα της μάθησης της πάτριας γλώσσας είναι σύμφωνα με το συγγραφέα πολυτιμότερη από την εκμάθηση των μαθηματικών, της χημείας ή της ιστορίας[19].

Ο δεύτερος στόχος της διδασκαλίας  είναι η γνώση της λογοτεχνίας μας, εφόσον αυτή αποτελεί  τη σημαντικότερη κατηγορία της τέχνης από την άποψη της πληροφόρησης για το βίο ενός λαού[20]. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η γνώση της λογοτεχνίας μας δεν είναι πολυτέλεια, εφόσον αυτή περιγράφει την πνευματική μας διάσταση και τα όριά της[21].

Ο τρίτος στόχος της διδασκαλίας είναι η κατάκτηση της αισθητικής μόρφωσης[22].

Τα τρία μέρη του σκοπού συνοψίζονται στη θέση ότι ο σκοπός του μαθήματος των Νέων Ελληνικών είναι να γνωρίζουν τα παιδιά άμεσα και ζωντανά τη ζωή[23].

 

 

Η επισήμανση των δυσκολιών στη διδασκαλία της ποίησης.


Σύμφωνα με το συγγραφέα η διδασκαλία της ποίησης  είναι το ουσιαστικό σημείο των Νέων Ελληνικών, που παρουσιάζει αντικειμενικές δυσκολίες.

Η πρώτη δυσκολία σύμφωνα με την άποψή του είναι η «διδασκαλική αμουσία», ότι δηλαδή δεν υπάρχει από πολλούς διδάσκοντες η αυξημένη ευαισθησία απέναντι στην ομορφιά του ποιητικού λόγου[24].

Η δεύτερη δυσκολία είναι ο σχολικός ακαδημαϊσμός, δηλαδή  η σχηματοποίηση και το στυλιζάρισμα, που καθιέρωσε συγκεκριμένες διδακτικές αρχές και μοντέλα και οδήγησε στη συγγραφή βοηθημάτων, τα οποία οι περισσότεροι δάσκαλοι τα χρησιμοποιούν ως βασικά ή αποκλειστικά για την προετοιμασία τους[25]. Σύμφωνα με το συγγραφέα η προσέγγιση του ποιήματος αποτελεί σπουδή ενός ζωντανού σώματος και δεν υπόκειται σε καμία συγκεκριμένη διδακτική συνταγή[26].

Η τρίτη δυσκολία είναι ο σχολικός προγραμματισμός, που εντάσσει τη διδασκαλία του ποιήματος σε συγκεκριμένη ώρα του προγράμματος, με αποτέλεσμα την απώλεια της συγκινησιακής όρεξης των μαθητών, εφόσον η συγκεκριμένη διδασκαλία προϋποθέτει ευφορία, αυθορμητισμό και ψυχική άνεση, για τη λειτουργία και την έκφραση της ευαισθησίας[27].

 

 

Ο εξοπλισμός του δασκάλου για τη διδασκαλία της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

 

Για να αποκτήσει ο δάσκαλος τον ανάλογο εξοπλισμό και να μετριάσει τις αντικειμενικές δυσκολίες που αναφύονται στη διδασκαλία της ποίησης, ο Δημήτρης Λιαντίνης προτείνει την ανταπόκριση σε ορισμένα βασικά αιτήματα.

Το πρώτο και αρχικό αίτημα είναι η καλή γνώση της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Χωρίς να είναι κανείς ερευνητής ή ειδικός είναι αναγκαίο να έχει μια εποπτεία και να κάνει ένα πέρασμα από το υλικό της νεοελληνικής λογοτεχνίας, όχι καταναγκαστικά, αλλά με προσοχή και ευχαρίστηση[28]. Ξεκινώντας από τον ακριτικό κύκλο, τους Θρήνους, και τα Πτωχοδρομικά, θα περάσει στην Κρητική σχολή, στους Δασκάλους του Γένους και στην Επτανησιακή Σχολή[29]. Μια γενικότερη πληροφόρηση για τη λογοτεχνία Ρομαντικών και Φαναριωτών με ιδιαίτερη προσοχή όμως στο Ροΐδη, το Ζαμπέλιο, το Βερναρδάκη και κυρίως το Βιζυηνό[30]. Απαραίτητη είναι επίσης η γνώση της δεύτερης αθηναϊκής σχολής και του κύκλου γύρω από το κέντρο του Παλαμά[31]. Ορισμένοι επίσης σημαντικοί λογοτέχνες, στους οποίους πρέπει να σταθεί κανείς ιδιαίτερα, προτού φτάσουμε στους μεγάλους δημιουργούς, είναι οι Κοσμάς Πολίτης, Αυγέρης, Τερζάκης, Σικελιανός, Βενέζης, Εγγονόπουλος, Κόντογλου, Παπατσώνης, Ουράνης με ξεχωριστή προσοχή στον Κώστα Καρυωτάκη, ο οποίος «είναι μεγάλος ποιητής, γιατί έγραψε με το αίμα του»[32]. Τους μεγάλους νεοέλληνες λογοτέχνες, ο συγγραφέας τους αναφέρει στο 5ο κεφάλαιο των «Ελληνικών» «Ποιητών κατάλογος», όπου επιχειρεί μια αξιολογική ταξινόμηση των λογοτεχνών, επισημαίνοντας ταυτόχρονα  και τα κριτήρια της γνήσιας ποίησης, που είναι σύμφωνα με την άποψή του η ανακάλυψη του νέου, η οικονομία, ο αγώνας του ποιητή για την έκφραση, το τίμημά του για να κάνει το έργο τέχνης, η αγάπη για τον άνθρωπο, η πειθαρχία στη δουλειά του, η δημιουργία επίκαιρων μορφών και η «βίγλα του θανάτου»[33]. Ο συγγραφέας κατατάσσει αρχικά σε τρία επίπεδα τους  ποιητές μας. Στο πρώτο επίπεδο βρίσκεται η δημοτική μας ποίηση, στο δεύτερο ο Σολωμός, ο Καβάφης και ο Παπαδιαμάντης και στο τρίτο οι Κάλβος, Μακρυγιάννης, Μυριβήλης, Βάρναλης, Σεφέρης, Παλαμάς, Καζαντζάκης, Ελύτης[34]. Ακολουθούν σε τέταρτο και πέμπτο επίπεδο οι υπόλοιποι λογοτέχνες και επιστήμονες, και σ’ ένα τελευταίο επίπεδο «αστέρες έκτου μεγέθους που μόλις είναι ορατοί με γυμνό οφθαλμό»[35]. Κείμενα επίσης που σώθηκαν από τη φθορά του χρόνου είναι του Κορνάρου και του Χορτάτζη[36].  Ο συγγραφέας τονίζει επίσης ότι ορισμένες ξεχωριστές περιπτώσεις στην επιστήμη, την παιδεία και την τέχνη δεν πρέπει να βρίσκονται έξω από τη βασική γνώση του δασκάλου, όπως ο Νικόλαος Πολίτης, ο Σπυρίδων Λάμπρος, ο Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος, ο Γληνός, ο Δελμούζος, ο Περικλής Γιαννόπουλος και ο Κ. Θ. Δημαράς[37].

Το δεύτερο αίτημα είναι η σωστή ανάγνωση ενός ποιήματος, το οποίο, όταν είναι ποιοτικό, δεν κατανοείται με μια μόνο ανάγνωση και αν  ακόμη κατανοηθεί δεν αποκαλύπτει τη δύναμή του[38]. Ο συγγραφέας πιστεύει ότι ο λογοκρατικός τρόπος προσέγγισης της ποίησης δεν είναι ο ενδεδειγμένος, ακολουθώντας την αντίληψη του Γ. Σεφέρη ότι «το ποίημα είτε μας μιλάει, είτε δεν μας μιλάει»[39]. Απαραίτητη είναι η αισθητική συγκίνηση, για να νιώσεις την ομορφιά και τη μαγεία του[40].

Η γνώση  και η επαφή με το ευρύτερο πνευματικό και καλλιτεχνικό κλίμα, μέσα στο οποίο δημιουργείται το λογοτεχνικό έργο είναι βασική προϋπόθεση για το δάσκαλο, γιατί διευκολύνει τη θέση του και τις εκτιμήσεις του απέναντι στα κείμενα[41]. Η ενημέρωση και στις άλλες τέχνες, πέρα από τη λογοτεχνία, όπως λ.χ. της ζωγραφικής, της μουσικής κ.ά., μπορεί να συμβάλλει στην πληρέστερη κατανόηση του λογοτεχνικού έργου, γιατί μπορεί να διαπιστώσει κανείς, την απόρροια των εκφράσεων του κοινωνικού προβληματισμού και το κοινό στοιχείο του πνεύματος μιας εποχής[42].

Η φιλοσοφική παιδεία και η ευρύτερη γνώση της ελληνικής, νεότερης ευρωπαϊκής και σύγχρονης φιλοσοφίας είναι επίσης βασική προϋπόθεση για το δάσκαλο, προκειμένου να επιτύχει την ουσιαστικότερη πρόσβαση στα πιο βαθιά σημεία της νεοελληνικής λογοτεχνίας[43]. Για να στηρίξει τη συγκεκριμένη θέση του ο συγγραφέας προβάλλει τη γνωστή και θεμελιωμένη σε άλλα του κείμενα αντίληψη για τη στενή σχέση ποίησης και φιλοσοφίας, εφόσον ο  στοχασμός, όταν πρόκειται για υψηλού επιπέδου δημιουργία, γίνεται «μουσική ήχων και η ποίηση γεωμετρημένη ισορροπία νοημάτων και λογισμού»[44]. Χαρακτηριστικά παραδείγματα συνάντησης ποίησης και φιλοσοφίας αποτελούν ο Πλάτων , ο Δάντης, ο Heiddeger, που ομολόγησε ότι στο βιβλίο του «Είναι και Χρόνος», ξαναλέει με τις έννοιες αυτό που ο Ρίλκε έκανε με τις εικόνες[45]. Επισημαίνει επίσης την άποψη του Δ. Σολωμού για το συσχετισμό ποίησης και φιλοσοφίας ότι η ποίηση είναι λογική, που έχει μετατραπεί σε εικόνες και αισθήματα[46].

Η γνώση της ξένης λογοτεχνίας αποτελεί επίσης βασική αρχή για το συγγραφέα, σχετικά με τη μελέτη των νεοελληνικών γραμμάτων. Ξεκινώντας από το αξίωμα ότι τα επόμενα είναι πάντοτε ακόλουθα των προηγούμενων[47] και τη διατύπωση του Γ. Σεφέρη ότι δεν υπάρχει παρθενογένεση  στην τέχνη[48], πιστεύει ότι στη φιλοσοφία και τις τέχνες μετά τους Έλληνες δεν λέγεται τίποτα το καινούργιο και ότι τα μεγάλα έργα είναι εκείνα που διαφοροποιούνται ως προς τη μορφή και την έκφραση[49]. Από το πλήθος των λογοτεχνικών έργων ο συγγραφέας επισημαίνει ορισμένες χαρακτηριστικές περιπτώσεις, οι οποίες αποτελούν προέκταση των προηγούμενων: Όμηρο - Βιργίλιος - Δάντης, Αισχύλος- Σαίξπηρ -  Γκαίτε, Αρχίλοχος- Κάτουλλος- Μπάυρον, Επίκουρος -Λουκρήτιος - Ένγκελς, Παλατινή Ανθολογία - Καβάφης, Πλάτων - Σολωμός - Ελύτης, Όμηρος - Πλάτων[50]. Η μελέτη επομένως της αρχαίας ελληνικής, της λατινικής και της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας είναι αναγκαία για την κατανόηση και ερμηνεία της νεοελληνικής λογοτεχνίας[51]. Επίσης τα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης αποτελούν γνήσια λογοτεχνικά έργα και σε ορισμένα σημεία εξελίσσονται σε ποίηση πρώτου βαθμού[52].

Το τελευταίο αίτημα για να ανταποκριθεί ο δάσκαλος στην κατανόηση του λογοτεχνικού έργου είναι η διαμόρφωση μιας ευαίσθητης πολιτικής συνείδησης, η στάση του απέναντι στα πολιτικά και ηθικά προβλήματα, η πολιτική εντιμότητα, εφόσον σύμφωνα και με την αντίληψη του Γ. Σεφέρη οι αληθινοί ποιητές είναι από τα πιο γνήσια όντα που γεννιούνται επί γης[53]. Ο συγγραφέας  επισημαίνει τη διάκριση ανάμεσα στην πολιτική συνείδηση και τη στρατευμένη τέχνη, υποστηρίζοντας ότι σε κάθε εποχή ο γνήσιος ποιητής υπήρξε στρατευμένος με την άρνησή του  απέναντι στην αδικία και την ανισότητα[54]. Τη θεμελίωση της θέσης του ότι η ποίηση είναι πολιτική ο συγγραφέας την αναπτύσσει στο 4ο κεφάλαιο των    «Ελληνικών» του «Ποίηση και ζωή»[55]. Χαρακτηριστικά δείγματα πολιτικής ποίησης από τη νεοελληνική λογοτεχνία αποτελούν για το συγγραφέα ο Δ. Σολωμός, ο Κάλβος, ο Μακρυγιάννης, ο Παπαδιαμάντης, το κείμενο του Καρυωτάκη «Κάθαρσις», και τα ποιήματα  του Καβάφη «Ας φρόντιζαν» και «Περιμένοντας τους βαρβάρους». Το μυστήριο της αληθινής ποίησης σύμφωνα με το συγγραφέα δεν είναι απλώς η σύνθεση του παρόντος, αλλά και η προφητική της διάσταση[56]. Είναι η  καταγγελία της  νοθείας από την ποίηση, όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά και ο Δ. Μαρωνίτης, σχετικά με το «Γυρισμό του Ξενιτεμένου» του Γ. Σεφέρη[57].

 

 

Επιλογικά

 

Ο Δημήτρης  Λιαντίνης  πιστεύουμε ότι μας έδωσε κατασταλαγμένες απόψεις για τη διδασκαλία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, που είναι  απόρροια πολύχρονης μελέτης, προβληματισμού και διδακτικής εμπειρίας. Συνειδητοποιώντας ορθά ότι ο σκοπός της διδασκαλίας των Νέων Ελληνικών είναι να γνωρίσουν τα παιδιά άμεσα και ζωντανά τη ζωή, επισήμανε τις αντικειμενικές δυσκολίες που αποτελούν βασικούς ανασταλτικούς παράγοντες στη διδασκαλία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, καθόρισε τους στόχους της διδασκαλίας και ανέπτυξε τις βασικές προϋποθέσεις για τον αρτιότερο εξοπλισμό του δασκάλου, προκειμένου να ανταποκριθεί στο έργο του. Είναι βέβαιο ότι η ωφέλεια του δασκάλου θα είναι ιδιαίτερα σημαντική τόσο  από τη γνώση του προβλήματος της διδασκαλίας των Νέων Ελληνικών, όσο και από την προσπάθειά του να ανταποκριθεί σε ορισμένα, αν όχι σε όλα, τα βασικά αιτήματα, για να μετριάσει τις εγγενείς δυσκολίες, που δημιουργεί η διδασκαλία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Η πολυμέρεια ωστόσο των διδακτικών αντικειμένων του φιλολόγου στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, ο σχολικός προγραμματισμός, για τον οποίο ο δάσκαλος έχει συνήθως – όταν έχει  –  τον τελευταίο λόγο, αλλά και ο βαθμός δεκτικότητας και αναγνωστικής ανταπόκρισης από τους μαθητές, ιδιαίτερα σήμερα που οι δημογραφικές μεταβολές στην ελληνική κοινωνία είναι περισσότερο έντονες, πιστεύουμε ότι αποτελούν σε πολλές περιπτώσεις  βασικά εμπόδια για μια συγκροτημένη και επιτυχημένη διδασκαλία του μαθήματος. Αν ωστόσο η αγάπη του δασκάλου για το μάθημα είναι αληθινή, τότε πιστεύουμε ότι θα ξεπεράσει σε μεγάλο βαθμό τις αντικειμενικές δυσκολίες, θα προσπαθήσει να ανταποκριθεί στις βασικές προϋποθέσεις  που επισημαίνει και αναλύει ο Δημήτρης  Λιαντίνης και θα βρει τους  τρόπους για την ορθή και αποτελεσματική διδασκαλία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, εκπληρώνοντας το σκοπό της.

 

 

(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ, Τόμος ΛΒ΄ , τευχ. 137, Σεπτέμβριος 2009).



[1] Δ. Λιαντίνης, Οι ώρες των άστρων, Ποιήματα, προλόγισμα  Ν. Λιαντίνη, Αθήνα 2006. Στο συγκεκριμένο βιβλίο εκδίδονται οι δύο ποιητικές του συλλογές «Οι ώρες των άστρων» και  «η όγδοη μέρα». Για την πρόσβαση και την ερμηνευτική προσέγγιση της ποίησης του Δ. Λιαντίνη, μιας ποίησης που προκαλεί ισχυρές ερμηνευτικές αντιστάσεις με ιδιαίτερη επικέντρωση στο πρόβλημα του θανάτου, είναι αναγκαίο να μελετήσει ο αναγνώστης αρχικά το προλόγισμα της  Ν. Λιαντίνη. Ιδιαίτερα χρήσιμη είναι επίσης η εμπεριστατωμένη βιβλιοπαρουσίαση του Χρήστου Κορέλα, «Πρόσβαση στην ποίηση του Δημήτρη Λιαντίνη», Φιλόλογος 126, Οκτώβριος – Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2006, σελ. 633 –636. Για την εξέταση της ποιητικής του Δ. Λιαντίνη πιστεύω ότι είναι αναγκαίο ο ερευνητής να  μελετήσει  εκτός από τα κείμενά του και έναν κατάλογο λογοτεχνικών έργων, από τα οποία διαφαίνονται ορισμένες επιδράσεις τόσο ως προς προς τη μορφή, όσο και ως προς το περιεχόμενο. Σημειώνω με μια αρχική αντίληψη ορισμένα: Δημοτική ποίηση, Δ. Σολωμό, Κ. Καβάφη, Κ. Καρυωτάκη, Τ. Παπατσώνη , Γ. Σεφέρη, Στρ. Μυριβήλη, Α. Παπαδιαμάντη.

[2] Δ. Λιαντίνης, Έξυπνον Ενύπνιον. Οι ελεγείες του Duino του Rilke, Αθήνα 1977 ( στο εξής: Δ. Λιαντίνης, Έξυπνον Ενύπνιον).

[3] Δ. Λιαντίνης, Χάσμα σεισμού. Ο φιλοσοφικός Σολωμός, Αθήνα 1978 (στο εξής: Δ. Λιαντίνης, Ο φιλοσοφικός Σολωμός).

[4] Δ. Λιαντίνης, Ο νηφομανής. Η ποιητική του Σεφέρη, Αθήνα 1987 ( στο εξής: Δ. Λιαντίνης, Ο νηφομανής).

[5] Δ. Λιαντίνης, Homo Educandus, Η φιλοσοφία της Αγωγής, εκδ. Δ. Λιαντίνη, Αθήνα 2006. Ο συγγραφέας επισημαίνει στον πρόλογο του βιβλίου του σελ. 9-11 ότι το στοιχείο που καθορίζει την αγωγή σήμερα είναι η κρίση και η παρακμή του πολιτισμού μας. Ο Ρουσό ήταν ο τελευταίος μεγάλος παιδαγωγός με οραματισμό μιας αγωγής ενάντια στην αρρώστια του καιρού μας. Η δουλειά του δασκάλου διαφέρει από την δουλειά των άλλων επαγγελματιών στο ότι οι υπόλοιποι μπορούν να δικαιολογηθούν στην περίπτωση που δεν ξέρουν τι κάνουν, ενώ η φύση της δουλειάς του δασκάλου του απαγορεύει την άγνοια. Το συγκεκριμένο βιβλίο πιστεύουμε ότι αξίζει να μελετηθεί ιδιαίτερα για τις ρηξικέλευθες και καινοτόμες αντιλήψεις πάνω στη φιλοσοφία της αγωγής.

[6] Βλ. ιδιαίτερα και το πρώτο κεφάλαιο από το βιβλίο του Τα Ελληνικά, Αθήνα 2005,  «Ίδε ο δάσκαλος», σελ. 13-27. Αναδημοσίευση στο Φιλόλογος 126, Οκτώβριος – Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2006, σελ. 513-526. (στο εξής: Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά).

[7] Βλ. τα κεφάλαια  «Ποίηση και Φιλοσοφία», και «ο Rilke ως φιλόσοφος»,  Έξυπνον Ενύπνιον, σελ. 19-26.

[8] Για το συγκεκριμένο του βιβλίο έλαβε το βραβείο Ακαδημίας Αθηνών.

[9] Βλ. Δ. Λιαντίνης, Ο φιλοσοφικός Σολωμός, κυρίως το κεφάλαιο οντολογία σελ. 53-88. Ο Πόρφυρας χαρακτηρίζεται ποίημα καθαρά φιλοσοφικό από το συγγραφέα.

[10] Δ. Λιαντίνης, Ο φιλοσοφικός Σολωμός, σελ. 20.

[11] Δ. Λιαντίνης, Ο φιλοσοφικός Σολωμός, σελ. 21.

[12] Δ. Λιαντίνης, Ο νηφομανής, ό.π. .

[13] Δ. Λιαντίνης, Ο νηφομανής 31 κ.ε.

[14] Δ. Λιαντίνης, Ο νηφομανής, ιδιαίτερα το κεφάλαιο De rerum natura, σελ. 124.

[15] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 46.

[16] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 29-44.

[17] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 29-30.

[18] Τη διαπίστωση ότι η διδασκαλία των Νέων Ελληνικών δεν ακολουθεί τη σωστή διδακτική, γιατί  από τη μια επιμένει σε μια λεπτομερή διερεύνηση των στοιχείων της μορφής και των εκφραστικών μέσων και από την άλλη διασπά την ενότητα του λογοτεχνήματος, κάνει και ο Γ. Θέμελης, Η διδασκαλία των Νέων Ελληνικών, το πρόβλημα της ερμηνείας τ.  Α΄, εκδ. Κωνσταντινίδη, Θεσσαλονίκη  3 1973, σελ. 115 κ.ε.

[19] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 30-41.

[20] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 41.

[21] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ.  41.

[22] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 42.

[23] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 30.

[24] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 47.

[25] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 47-48.

[26] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 48.

[27] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 49.

[28] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 49-50.

[29] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 49-50.

[30] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 50.

[31] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 50.

[32] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 51 – Για τον Κ. Καρυωτάκη σημαντικό παραμένει ακόμη και σήμερα  το μελέτημα του Τ. Άγρα, « Ο Καρυωτάκης και οι Σάτιρες» στο Κ. Γ. Καρυωτάκη, Άπαντα, 1938, σελ. LXXXIX – CXXIX. Αναδημοσίευση στο Κ. Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, έκδ. Ερμής, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα  6 1982, σελ. 190 –219. Βλ. επίσης και το εξαιρετικό εισαγωγικό μελέτημα στο συγκεκριμένο τόμο του επιμελητή της έκδοσης Γ. Π. Σαββίδη, « Ο Καρυωτάκης ανάμεσά μας ή τι απέγινε εκείνο το μακρύ ποδάρι;», σελ. ιγ΄- ξη΄.

[33] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 81-96.

[34] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 96-97.

[35] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 97.

[36] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 97-98.

[37] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 50-51.

[38] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 51-52. Σχετικά με την «ανάγνωση» του ποίηματος και τη διάκριση της εξωτερικής και εσωτερικής σημασίας της βλ. την εξαιρετική και εμπεριστατωμένη μελέτη του Δ. Ν. Μαρωνίτη, «Ανάγνωση – παρανάγνωση – φιλολογική ανάγνωση ενός ποιήματος», στον τόμο «Η Διδασκαλία της Σύγχρονης Ποίησης στη Μέση Εκπαίδευση», Εκπαιδευτήρια Ζηρίδη, Αθήνα 1978, σελ. 147-187– Του ίδιου, Η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, μελέτες και μαθήματα, εκδ. «Ερμής», Αθήνα 1989, σελ. 65-69 και 150-151, όπου και σχετική βιβλιογραφία.  Βλ. επίσης Γ. Κεχαγιόγλου, « Θ. Νικολάου, Ζεστή μέρα του χειμώνα (μια αναγνωστική προσέγγιση)», Πανελλήνια  Ένωση Φιλολόγων, Σεμινάριο 2 (Νέα Ελληνικά), Αθήνα, Ιούνιος 1983, σελ. 34 και 69, όπου και σχετική βιβλιογραφία.

[39] Γ. Σεφέρης, Δοκιμές  1, έκδ. Ίκαρος, Αθήνα  3 1974, σελ. 190 - Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 51.

[40] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 51.

[41] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 52.

[42] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 52-53.

[43] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 53.

[44] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 53.

[45] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 53.

[46] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 54 – Βλ. και Δ. Λιαντίνης, Ο φιλοσοφικός Σολωμός, σελ. 21.

[47] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 54.

[48] Γ. Σεφέρης, Δοκιμές 2, έκδ. Ίκαρος, Αθήνα  3 1974, σελ. 19.

[49] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 54.

[50] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 54-55.

[51] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 55.

[52] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 55. Βλ. και σελ. 46, όπου αναφέρει ότι ποίηση αποτελεί και το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο.

[53] Γ. Σεφέρης, Δοκιμές 1, ό.π. σελ. 267 - Βλ. και Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 55-56.

[54] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 56.

[55] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 57-71.

[56] Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 71.

[57] Βλ. Δ. Ν. Μαρωνίτης, Η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, ό.π. σελ. 43.