Ποιήματα του Rainer Maria Rilke ελληνισμένα από το Δ. Λιαντίνη
Ι. Από τα Πρώτα ποιήματα, Άφιξη (Erste Gedichte, Advent)
Fremd ist, was deine Lippen sagen, fremd ist dein Haar, fremd ist dein Kleid, fremd ist, was deine Augen fragen, und auch aus unsern wilden tagen reicht nicht ein leises Wellenschlagen an deine tiefe Seltsamkeit.
Du bist wie jene Bildgestalten, die überm leeren Altarspind noch immer ihre Hände falten, noch immer alte Kränze halten, noch immer leise Wunder walten – wenn längst schon keine Wunder sind.
Du bist so fremd, du bist so bleich. Nur manchmal glüht auf deinen Wangen ein hoffnungsloses Heimverlangen nach dem verlorenen Rosenreich.
Dann sehnt dein Auge, tief und klar, aus allem Müssen, allem Mühen ins Land, wo nichts als stilles Blühen die Arbeit deiner Hände war.
Ξένο ό,τι σα λόγος στα χείλη σου αυξάνει τα μαλιά σου ξένα και το φόρεμά σου ξένο είν’ ό,τι ρωτάει η ματιά σου. Kι ούτε ένας φλοίσβος δε φτάνει από της δικής μας ζωής τη σφοδρότη στη δική σου βαθειά σπανιότη.
Σαν κάποια εικονίσματα φαντάζεις γραμμένα που πάνω απ’ την άδεια του βωμού σκευοθήκη αιώνια τα χέρια σταυρώνουν αιώνια στεφάνια κρατούν παλιωμένα και θάματα αιώνια οργανώνουν, τα θάματα αν έχουν καιρό σταματήσει.
Είσαι τόσο ωχρός και τόσο ξένος. Μόνο που κάποτε φωτίζει τη μορφή σου πόθος απελπισιάς η ‘ πιστροφή σου όπου μες στα τριαντάφυλλα ο κόσμος ο χαμένος.
Και λαχταρά καθάριο και βαθύ το βλέμμα σου απ’ τη προσπάθεια και τη ανάγκη τη πολλή τη χώρα, που σαν άνθισμα μες τη σιγή εγίνη πια το έργο απ’ τα χέρια σου.
ΙΙ. Από τα Νέα ποιήματα ( Neue Gedichte)
LIEBESLIED Wie soll ich meine Seele halten, dass sie nicht an deine rührt? Wie soll ich sie hinheben über dich zu andern Dingen? Ach gerne möcht ich sie bei irgendwas Verlorenem im Dunkel unterbringen an einer fremden stillen Stelle, die nicht weiterschwingt, wenn deine Tiefen schwingen. Doch alles, was uns anrührt, dich und mich, nimmt uns zusammen wie ein Bogenstrich, der aus zwei Saiten e i n e Stimme zieht. Auf welches Instrument sind wir gespannt? Und welcher Spieler hat uns in der Hand? O süsses Lied.
ΕΡΩΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Πως να γίνει την ψυχή μου να κρατήσω να μην κραίνει την ψυχή σου; Πως να γίνει την ψυχή μου να υψώσω σ’ άλλα πράγματα, που στέκουν πάνωθέ σου: αχ πως θάθελα να γίνει να την κρύψω σε μια θέση μεσ’ στην σκοτεινιά χαμένη ήρεμη και μπιστική και ξένη, να μη φτάνει να δονιέται, σαν τα βάθη σου δονιούνται. κι’ όμως κάθε τι που και τους δυο μας μάς αγγιάζει σε μια δοξαριά μας συνεπαίρνει, που από δυο χορδές μιαν αρμονία φέρνει.
(Οι τρεις τελευταίοι στίχοι δεν έχουν αποδοθεί).
IΙΙ. Από τα Νέα ποιήματα ( Neue Gedichte)
ŰBUNG AM KLAVIER
Der Sommer summt. Der Nachmittag macht Müde; Sie atmete verwirrt ihr frisches Kleid und legte in die triftige Etüde die Ungeduld nach einer Wirklichkeit,
die kommen konnte morgen, heute Αbend, die vielleicht da war, die man nur verbarg; und vor den Fenstern, hoch und alles habend, empfand sie plötzlich den verwöhnten Park.
Da brach sie ab; schaute hinaus, verschränkte die Hände, wünschte sich ein langes Buch und schob auf einmal den Jasmingeruch erzühnt zurück. Sie fand, dass er sie kränkte.
ΑΣΚΗΣΗ ΣΤΟ ΠΙΑΝΟ
Μια κούραση φέρνει το δείλι. Ζουνίζει το καλοκαίρι· αυτή αναπνέει το δροσερό της ρούχο ζαλισμένη και στης παρτιτούρας το κέντρο αποθέτει την ανυπομονιά κάποιας πραγματικότης, που μπορούσε σήμερα το βράδυ, αύριο να φτάσει, που ήταν ίσως εκεί, που κιόλας την έκρυβε κάποιος. Κι από τα παραθύρια ψηλά σε δεσπόζουσα στάση υποδέχτηκε άξαφνα το χαϊδεμένο της πάρκο.
κι ένα βιβλίο ζήταγε που δεν είχε άκρια, μα έδιωξε πάλι με μιας το μυριστικό γιασεμί θυμωμένη. Τόνοιωθε σαν πληγή.
IV. Από τα Νέα ποιήματα ( Neue Gedichte)
GEBURT DER VENUS
An diesem Morgen nach der Nacht, die bang vergangen war mit Rufen, Unruh, Aufruhr,- brach alles Meer noch einmal auf und schrie. Und als der Schrei sich langsam wieder schloss und von der Himmel blassem Tag und Anfang herabfiel in der stummen Fische Abgrund-: gebar das Meer.
Von erster Sonne schimmerte der Haarschaum der weiten Wogenscham, an deren Rand das Mädchen aufstand, weiss, verwirrt und feucht. So wie ein junges grünes Blatt sich rührt, sich reckt und Eingerolltes langsam auf schlägt, entfaltete ihr Leib sich in die Kühle hinein und den unberührten Früwind.
Wie Monde stiegen klar die Knie auf und tauchten in der Schenkel Wolkenränder; der Waden schmaler Schatten wich zurück, die Füsse spannten sich und wurden licht, und die Gelenke lebten wie die Kehlen von Trinkenden.
Und in dem Kelch des Beckens lag der Leib wie eine junge Frucht in eines Kindes Hand. In seines Nabels engem Becher war das ganze Dunkel dieses hellen Lebens. Darunter hob sich licht die kleine Welle und floss beständig über den Lenden, wo dann und wann ein stilles Rieseln war. Durchschienen aber und noch ohne Schatten, wie ein Bestand von Birken im April, warm, leer und unverborgen lag die Scham.
Jetzt stand der Schultern rege Wage schon im Gleichgewichte auf dem graden Körper, der aus dem Becken wie ein Springbrun aufstieg und zögernd in den langen Armen abfiel und rascher in dem vollen Fall des Haars.
Dann ging sehr langsam das Gesicht vorbei: aus den verkürzten Dunkel seiner Neigung in klares, wagrechtes Erhobensein. Und hinter ihm verschloss sich steil das Kinn.
Jetzt, da der Hals gestreckt war wie ein Strahl und wie en Blumenstiel, darin der Saft steigt, streckten sich auch die Arme aus wie Hälse von Schwänen, wenn sie nach dem Ufer suchen.
Dann kam in dieses leibes dunkle Frühe wie Morgenwind der erste Atemzug.
Im zartesten Geäst der Aderbäume entstand ein Flüstern, und das Blut began zu rauschen über seinen tiefen Stellen. Und dieser Wind wuchs an: nun warf er sich mit allem Atem in die neuen Brüste und füllte sie und drückte sich in sie,- dass sie wie Segel, von der Ferne voll, das leichte Mädchen nach dem Strande drängten.
So landete die Göttin.
Hinter ihr, die rasch dahinschritt durch die jungen Ufer, erhoben sich den ganzen Vormittag die Blumen und die Halme,warm, verwirrt wie aus Umarmung. Und sie ging und lief.
Am Mittag aber, in der schwersten Stunde, hob sich das Meer noch einmal auf und warf einen Delphin an jene selbe Stelle. Tot, rot und offen.
ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ
Εκείνο το πρωί Ύστερα από μια νύχτα γιομάτη αντάρα καλέσματα και ταραχή για μια ακόμη φορά ανέβηκε το πέλαγο στην κορυφή και βόγγηξε. Κι όταν αργά η κραυγή καταλάγιασε πάλι βουλιάζοντας μέσα στην άβυσσο τη βουβή η θάλασσα γέννησε.
και το κορίτσι υψώθηκε στην ούγια των γλαυκών κυμάτων, κατάλευκο αμήχανο και υγρό. Έτσι σαν ένα πράσινο φύλλο ανάδεψε, τεντώθηκε και καμπυλώνοντας σε μια πρόκληση νωχελική ξεδίπλωσε το σώμα του μέσα στο δροσάτο αγέρι της αυγής.
δυο φεγγάρια ανεβασμένα από τα δαχτυλιδωτά σύγνεφα των μηρών. Οι κνήμες υποχώρησαν μέσα σε ίσκιους αχνούς. Και οι αρμοί του πήραν να ζωντανεύουν όπως το λαρύγγι του πότη.
όπως ο νέος καρπός σ’ ενού παιδιού τα χέρια. Η μικρή δαχτυλήθρα του αφαλού φύλαγε όλο το σκοτάδι εκείνου του ολόφωτου σώματος. Πιο κάτου κύμα μικρό σηκώθη αχνογελόχαρο κύλησε σίγουρο και κύκλωσε τα ισχία όπου ένα ήσυχο κελάρυσμα θρόιζε. Διάφανο όμως και χωρίς ίσκιους ακόμη σαν το απόσταγμα από σημύδες του Απρίλη πρόβαλε το αιδοίο άδειο, ζεστό και αναμένοντας.
πάνω στο λυγερό κορμί. Από το δοχείο του θηλυκού σαν συντριβάνι τινάχτηκε ο ρυθμός και γκρεμίζονταν τρέμοντας στους καταρράχτες των μαλλιών και στα μακρυά ωραία χέρια.
Η θηλυκάδα, ακατανίκητη ροπή, έγινε αδιόρατη μες στο σκοτάδι και ετελείωνε ήρεμα στο θεληματικό της πηγούνι.
και μέσαθέ του ανεβήκαν οι χυμοί όπως στο ύπερο του λουλουδιού. Σύγκαιρα τεντώθηκαν οι δύο βραχίονες, κύκνων λαιμοί όταν πλένε κατά την όχθη.
ξύπνημα εκίνησε σαν αύρα πρωινή η πρώτη αναπνοή.
ένα δέντρο τρυφερό. Και το αίμα άρχισε να βουίζει μέσα από το βαθύ μυχό του. Και τούτος ο άνεμος αύξαινε. τόσο που χύθηκε με όλη τη βία του στα νέα στήθη. Τα γέμισε και τα φούσκωσε σαν δυο πανιά τεντωμένα από την προσδοκία του μακρυνού. Και αλάφριο το κορίτσι το σπρώξανε στην στεριά.
καινούργια όχθη ανέβαιναν όλο το πρωινό τα λουλούδια και τα καλάμια βρυαρά μπερδεμένα και ανεβάσταγα όπως οι αφές στο αγκάλιασμα. Κι αυτή προχωρούσε να φτάσει.
σηκώθηκε το πέλαγο μια ακόμη φορά και στην ίδια εκείνη θέση που γέννησε τη θεά ξέβρασε ένα δελφίνι νεκρό, πορφυρό, και ανοιγμένο |