Δ. Λιαντίνης
ΑΡΙΑΔΝΗ
Ήταν ωραία τα χείλια σου και σ’ άρεσε η ελιά που δάγκωσες˙ το κόκκινο το πυρρό και το μαύρο σμίγουν καλά σαν απλωθεί το χέρι στη θελιά κι αφήσει ελεύθερο το σκύλο το λαγό τον ταύρο.
Και λάμπουνε τα ζώα ζεστά στη μέρα την κλειστή κι όλα μαζί πλοκάμων κόμποι και σφιγμένα μέλη δόντια μες στα βατόμουρα και θάμνοι αγκαθεροί και δάχτυλα χαϊδεύοντας το φως σαν ένα χέλι.
χρυσό που τρύπησε τον άσπρο θόλο τ’ ουρανού κι όλα μαζί λικνίζουνται στην άκρη της αβύσσου χωρίς ειρμό, χωρίς εγώ κι οι κορφές του βουνού που ξύπνησαν τόσο σκληρές και το γλυφό κορμί σου.
Χορεύοντας πεθαίνοντας χορεύοντας ξανά Και τα καλάμια καρφωμένα στ’ οργισμένο δέλτα Τραυ...λη...κλω...στη...βα...ρυ...δαυ...λι...λα...βυ...λα...βο...λαβ...λα... βύρινθος˙ άλφα˙ βήτα˙ γάμμα˙ δέλτα˙...(Μ 5,79)
Τετράπλεγμα: Τα τέσσερα στοιχεία του είναι ο Άδης, ο Διόνυσος, η Αφροδίτη, η Αριάδνη. Για τη συγγένεια των δύο πρώτων πρώτος μίλησε ο Ηράκλειτος. Ο κατ’ εξοχήν αρμόδιος άλλωστε:
ωυτός δε Αίδης και Διόνυσος.
Για τις σχέσεις Αφροδίτης και Άδη μιλά ο Ευριπίδης:
δεινά Κύπρις.
Ενώ για τη σχέση Αφροδίτης και Διονύσου ο Lucretius:
alma Venus.
Τίτλος: Όσο γνωρίζω, δύο είδαν την Αριάδνη. Στα παλαιά χρόνια ο Ησίοδος. Την περιγράφει, μέσα σ’ ένα ξανθό μαστίγωμα λάμψης, να περπατά και να τρελαίνει τα κλήματα (θεογ. 974).
Χρυσοκόμης δε Διώνυσος ξανθήν Αριάδνην.
Στο δικό μας καιρό ο Νίτσε. Ο Νίτσε στην Αριάδνη είδε την εικόνα μιας πανέμορφης ιέρειας, καθισμένης στο στρίμποδο, που το τύλιγαν οι καπνοί της παραφροσύνης του:
Wer weiss ausser mich, was Ariadne ist!…
Στο τελευταίο της ζωής του τηλεγράφημα μάλιστα, που της έστειλε, υπογράφει με το όνομα Διόνυσος: Ariadne, ich liebe Dich. Dionysos. Φαίνεται πως την Αριάδνη του Νίτσε τη συναπάντησε κάποτε στη στράτα του και ο οδοιπόρος Σεφέρης.
Στη τρέλλα του ο Νίτσε φαίνεται πως μοιρολογούσε: Σ’ αγαπώ Αριάδνη.
Ταύρος: Ανάμεσα στα κτήνη έχει τα περιπαθή μυστικά του. Του τα φυλάγει η Λαβύρινθος, όπως το φρούτο το κουκούτσι. Τα μυστικά του ταύρου από την αρχή το λευκό βλέμμα του Δία τα κοπάδιασε και τα ‘φερε να λιαστούν στα κοιλωπά περιγιάλια της Ευρώπης. Το δεύτερο στρώμα του μύθου φωτίζεται από το γύμνωμα της Πασιφάης. Γύρω από τα χρυσωμένα κέρατα του ταύρου η Πασιφάη χόρεψε το χορό των μεταμορφώσεων. Στη κάθε δίπλη του χορού τίναζε ένα ένα τα πέπλα. Ωσάν να ξεδίπλωνε πρωτάκουστα ονόματα: Σαλώμη...Μπίλιω...και άλλα στον τρόπο του Λα...λα...λα...λα.
Έλα Κνουτ, έλα Κίρκη, έλα μικρή Πασιφάη.
Έτσι δοξάζουνται όπως τους πρέπει οι ακίνητες δεσποτικές γιορτές:
Τα Σόδομα, τα Γόμορα και τα Σαρδανάπαλα.
Το πυρρό: Κοντά στο Μινώταυρο και κοντά στο κυνήγι του λαγού και του σκύλου έρχουνται τα τέσσερα άλογα της Αποκάλυψης.
Το λευκό, το κίτρινο, το πυρρό και το μαύρο.
Και στη γραμμική γραφή Β (Ελύτης Ετεροθαλή):
Το μαύρο, το ασημί, το ένοχο και το ονειροπαρμένο.
Ένα κοντάρι πιο ψηλά από τα άλογα της Αποκάλυψης – όσο περίπου και ο Πήγασος από τον Ταύρο στον ουρανό – ξεχωρίζει ο εκτόρειος ίππος του Μαρτιάλη:
Hectoreo quotiens sederat uxor equo.
Η τρυφερή σύζυγος ανάμεσα στα παράσπονδα όρκια, και στα χάσματα της ανακωχής ιλιγγιά στη σέλλα του ίππου, καθώς απανωτοί οι παλμοί την ανεβάζουν στην άκρη της αβύσσου. Το πράγμα ο Όμηρος το ξεδίπλωσε στον άνεμο σαν τρομερή σημαία. Το Ζ της Ιλιάδας είναι το πρώτο τραγούδι του έρωτα και του θανάτου, που χτύπησε τον κόσμο με μαύρη φτερούγα.
Τώρα που θα φύγεις πάρε μαζί σου και το παιδί που είδε το φως κάτω από εκείνο το πλατάνι, μια μέρα που αντηχούσαν σάλπιγγες κι έλαμπαν όπλα.
Που δάγκωσες: Είναι τα δόντια για τη σάρκα της ελιάς. Και είναι τα χείλια για το χρώμα του μούρου. Σε τρόπο χιαστό. Η ιστορία του βερνικιού των χειλιών άρχισε με τις φοινικικές γυναίκες. Στην πορφύρα, που την παίρνανε από κοχύλια και μύδια ζωντανά, οι γυναίκες της Φοινίκης εμπιστεύτηκαν τα κρυφά σήματα της μετάληψής τους στην θεία λειτουργία της Αφροδίτης. Με το βερνίκωμα των χειλιών το στόμα της γυναίκας πήρε το νόημα σκισιματιάς ηφαιστείου, που την συσπάζει η φρικίαση της αφροδίσιας λάβας. Ο πρωτομινωικός Φρόυντ στη rituelle fellatio των ενηλίκων βυθοσκόπησε την oralerotik των νηπίων.
Θάμνοι αγκαθεροί: Χαϊδεύεις τη θαμπή στίλβη του αγκαθιού, και τα γέλια του ήλιου γλιστρούν στα χέρια σου, σαν ψάρια που παίζουν. Έχεις το βυθό συναίσθημα, πως το σώμα διαλύεται στους μουσικούς του αρμούς. Το τραγούδι των πουλιών γονιμοποιεί τη χοϊκή γύρη. Είναι η άπιαστη μεταμόρφωση, που μέσα από τα στάδιά της ο αισθησιασμός ξελαμπικάρει στο καθαρό φανέρωμα της μορφής. Γέννημα του ήλιου. Ο Σεφέρης το θαύμα τούτο το είδε στην ιστορία της Λιογέννητης (Δ1, 503).
Ολονυχτίς κοιμούντανε σα δύο γλυκά αδερφάκια, και προς τα ξημερώματα σαν τ’ άγρια πουλάκια.
Οι κορφές του βουνού: Ο Ιούλιος μήνας πυρώνει, και οι κορφές των βουνών σκληραίνουν. Και όταν οι πνοές του βοριά τα τινάζουν, τα κουκουνάρια γυαλίζουν. Από τον καιρό του Αλέξανδρου-Πάρη, εκεί στα ψηλά, οι βοσκοί τραγουδούν τον αμάραντο που φυτρώνει στα δίκλωνα:
Τον τρων τ’ αλάφια και ψοφούν, τ’ αγρίμια κι ημερεύουν.
Τ’ οργισμένο δέλτα: Στη μήτρα της Αφρικής με τις λίμνες, τα οροπέδια, τα παρθένα δάση και τα νύχια των θηρίων ξεσπούν οι καταιγίδες. Εκείθε χύνουνται στη κοίτη του Νείλου. Από το καρπερό δέλτα του θα γεννηθεί το δώρo της ζωής (Π 200):
Και δωρητής και δικαστής και δέλτα.
Χορεύοντας πεθαίνοντας, χορεύοντας ξανά: Δεν είναι η χαρά του χορού του θανάτου. Η καλομοιριά του άντρα, όπως λέει ο Φάουστ\(1575).
Den der Tod, nach rasch durchrastem Tanze, in eines Mädchens Armen findet!
Είναι η παλίμψηστη λιβιδώ του Σεφέρη.
Τραυ...δαυ...λη...στη...: Διονυσιακά βατταρίσματα από λαρύγγι που πνίγεται.
Γάμμα: Προστακτική που τη λάθεψε η ταραχή της ικεσίας.
* Wer weiss ausser mich, was Ariadne ist!… = Ποιος γνωρίζει εκτός από μένα, τι είναι η Αριάδνη.
* Ariadne, ich liebe Dich. Dionysos. = Αριάδνη, σε αγαπώ. Διόνυσος.
* Den der Tod, nach rasch durchrastem Tanze, ιn eines Mädchens Armen findet! = Εκείνον που ο θάνατος τον βρίσκει, μετά ένα γρήγορα ξεκούραστο χορό στην αγκαλιά ενός κοριτσιού.
Η «ΑΡΙΑΔΝΗ» ήταν το 2ο χορικό στα «Χορικά της φωτονερόπετρας» του βιβλίου του Δ. Λιαντίνη ΝΗΦΟΜΑΝΗΣ. Τελικά μετά από τροποποιήσεις και προσθαφαιρέσεις στα χορικά, η ΑΡΙΑΔΝΗ αφαιρείται το 1992. |