Κίρκη Κεφαλαία (Επίκουρη Καθηγήτρια Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών).
Ποίηση και στοχαστικότητα του Δ. Λιαντίνη
Όσοι είχαν διαβάσει τα οκτώ βιβλία φιλοσοφικού και λογοτεχνικού στοχασμού που ο Δημήτρης Λιαντίνης δημοσίευσε στο διάστημα μιας εικοσαετίας (από το 1977 ως το 1997, τον τελευταίο ένα χρόνο πριν από την «αναχώρησή» του) θα ήταν δύσκολο να μην είχαν σκεφθεί ότι θα έπρεπε να έγραφε και ποιήματα. Διότι ο δοκιμιακός του λόγος είναι τόσο διαποτισμένος από εκείνο που ονομάζουμε ποιητική αίσθηση των πραγμάτων, ώστε ορισμένα από τα κείμενά του, με τον τρόπο άρθρωσής τους και με τον τόνο τους, θα μπορούσαν να διαβαστούν ως ποιήματα σε πεζό. Έτσι δεν θα πρέπει να προκαλέσει έκπληξη η έκδοση, σε κοινό τόμο, δύο ποιητικών συλλογών, που ο Λιαντίνης έγραψε από το 1971 ως τις αρχές της δεκαετίας του 1980 και που τις κρατούσε ανέκδοτες στο συρτάρι του. Οι δύο συλλογές συνεκδόθηκαν τώρα με κοινό τίτλο της πρώτης («Οι ώρες των άστρων» η δεύτερη τιτλοφορείται «Η όγδοη μέρα») και με εύστοχο και συγκινητικό πρόλογο της γυναίκας του Νικολίτσας Λιαντίνη (καθηγήτρια Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών), που ρίχνει φως και στην τελευταία πράξη του. Ο Λιαντίνης ξεκίνησε ως ποιητής. Τα ποιήματά του είναι ποιήματα νεότητας, όμως μιας νεότητας ώριμης, που προφανώς επειδή είχε επίγνωση της ωριμότητάς της αποφάσισε να διοχετεύσει, από ένα χρονικό σημείο και εξής, την ποιητική της ευαισθησία μέσα από τη γλώσσα του στοχασμού, μέσα από έναν ιδιότυπο στοχαστικό λόγο που, περιπλανώμενος μέσα στα κείμενα ποιητών και φιλοσόφων, θα διατύπωνε τη δική του άποψη – καλύτερα το δικό του όραμα – για τον κόσμο και την ανθρώπινη ζωή. Και παρ’ ότι ο ίδιος θέλησε τα ποιήματά του να μείνουν στα χέρια της αγαπημένης του συντρόφου ως τεκμήρια των αισθημάτων του προς αυτή, σωστά έπραξε η Νικολίτσα Λιαντίνη να τα δώσει στη δημοσιότητα. Οι δύο συλλογές παρουσιάζουν θεματική και τεχνοτροπική ομοιότητα τέτοια που νιώθει κανείς ότι ουσιαστικά συνθέτουν ένα βιβλίο. Από την άποψη της μορφής οι δύο συλλογές εναλλάσσουν ποιήματα σε ελεύθερο στίχο με ποιήματα έμμετρα (η εν μέρει έμμετρα) ομοιοκατάληκτα, τα οποία όμως εμφανίζουν ρίμες συχνά απροσδόκητες, που φιλτράρουν τις υπέρμετρες διαθέσεις του συναισθήματος. Από την άποψη των διακειμενικών σχέσεων το ποιητικό ιδίωμα του Λιαντίνη περιέχει στοιχεία και τόνους που φαίνονται να συνομιλούν με τον Ελύτη και τον Σεφέρη. Όμως, μια εσωτερικότερη ανάγνωση σε κάνει να αισθάνεσαι ότι σε ένα βαθύτερο επίπεδο ο ποιητής με τον οποίο κυρίως συνδιαλέγεται ο Λιαντίνης είναι ο Σικελιανόςׂότι το όραμα του Λιαντίνη, με τις καταβολές του στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, κυρίως στη σκέψη των προσωκρατικών, και με την προτίμησή του για ορισμένους εικονογραφικούς και λεκτικούς τύπους, βρίσκεται πλησιέστερα στις κεντρικότερες αναζητήσεις του «Λυρικού βίου». Με την εξαρσιωμένη ποιητική γλώσσα και το υψηλό όραμά του ο Λιαντίνης φαίνεται να θέλει να διαφοροποιηθεί από το κυρίαρχο «χαμηλό» και καθημερινό ιδίωμα της γενιάς του ’70, στην οποία βιολογικά ανήκει. Παράδειγμα το ποίημα με τον τίτλο «Κρατήρ»: «Η μουσική που ξαγριεύει τα πουλιά/ διαγούμισε τις πολιτείες. / Στα κλαδιά της ακακίας ανθίζει η βιάση. / Κατηφοράει στους λόγους πίσσα και πορφυρή μαρμαρυγή. / Στ’ αρχοντικό της σεισμοπυρκαγιάς / φώτα και καμπάνες. / Παράμερα σκουριάζουνε λυπητερά / τα σανδάλια του Εμπεδοκλή.» Παράθεσα το ποίημα αυτό όχι μόνο γιατί δείχνει την εκφραστική κλίμακα στην οποία κινείται ο ποιητικός λόγος του Λιαντίνη, αλλά και γιατί παρέχει το φιλοσοφικό κλίμα της ποίησής του, το οποίο είναι το αίσθημα της εξερεύνησης του οντολογικού μυστηρίου που συνθέτει το θέμα έρως – θάνατος στη διαπλοκή του με το θέμα της ανθρώπινης ελευθερίας. Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι η πράξη μιας «εξόδου» ανάλογης με εκείνη του Εμπεδοκλή (που, σύμφωνα με το θρύλο, πήδηξε στον κρατήρα της Αίτνας, «δια του πυρός εξαϋλωθείς και καθαρθείς») ήταν κάτι που απασχολούσε τον Λιαντίνη ήδη από την εποχή αυτών των ποιημάτων του, και ότι η πράξη αυτή σηματοδοτείται και προοικονομείται από το ποίημα «Κρατήρ». Λόγος κατά βάσιν διανοητικός ο λόγος των ποιημάτων του Λιαντίνη δεν γίνεται λόγος εγκεφαλικός, γιατί η λυρικότητα του στοχασμού του, όπως εκφράζεται μέσα από τολμηρές μεταφορές, από παρηχήσεις και συνηχήσεις και εικόνες όχι κοινόχρηστες, παρέχει ποιητική ένταση στη γλώσσα του. Ιδιαίτερος λόγος θα πρέπει να γίνει για τα ομοιοκατάληκτα ποιήματά του, που δεν δηλώνουν επιθυμία επιστροφής στις παλαιές έμμετρες μορφές, αλλά είναι μια προσπάθεια ανανέωσής τους μέσα από την εμπειρία του ελεύθερου στίχου, μια προσωδιακή χρήση τους ανάλογη με εκείνη που εμφανίζεται σε ορισμένους ποιητές της γενιάς του ’70, αλλά και σε νεότερους ποιητές.
(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 21. 11.2006). |