Δ. Λιαντίνης
Η 25η Μαρτίου*
Γιορτάζει σήμερα η πατρίδα. Γιορτάζει τη μεγάλη γιορτή. Μέσα από τη γη, τη φτωχή και ακριβοχώματη γη, τινάζεται και ανεβαίνει στο φως, πλεγμένη και πνιγμένη στο αστερόφωτο ποτάμι της αφθαρσίας η μορφή της φυλής μας. Η φυλή μας που την έθρεψαν τα οράματα, τη στεφάνωνε κάθε φορά η αιματόχρωμη μαρμαρυγή της δύσης και τη λίκνιζε πάλι με χρόνια και καιρούς η ανάσταση και η ανατολή. Γιορτάζει σήμερα η πατρίδα. Παιχνιδίζει μέσα στην αγκαλιά και τη μοσκοβόλια της ελληνικής άνοιξης η δόξα με το θρήνο, η ελπίδα και η σφαγή και η θυσία. Ανασαλεύουν και ροδαμίζουν στις βραγιές και τα διάσελα μαρμαρωμένοι και αχάλαστοι πόθοι. Μορφές και σκιές και γιγάντια βήματα, ήρωες και διδάχοι και ψάλτες, βουερή λιτανεία και πομπή. Τινάζουν τις πλάκες των τάφων και εγείρονται, ξεφράζουν τις μπασιές και την έξοδο της γαλήνιας κοιλάδας που μέσα αναπαύονται και ορμάνε στην απάνου γης. Αντρειωμένο χορό ορδινιάζουν και τραγούδι βαθυνόητα πλημμυρίζει τη χώρα. Αστράφτει βαθιά στον ορίζοντα και ακούγεται αλάργα ο κρότος και ο βόγγος. Οργάνων κλαγγή, θριάμβου αντάρα, λαβωμένου κατάρα, πολέμαρχου διαταγή. Είναι το 21. Ο Φλέσσας στο Μανιάκι, ο Διάκος στο Ζητούνι, στο Καρπενήσι ο Μάρκος, και στ’ αγιωργιού τη γιορτή και τη χάρη τής καλόγριας ο γιος που ξεψυχάει. Είναι η φουστανέλα και το αρματολίκι. Ο Σαμουήλης στο Κούγκι, ο Κατσαντώνης στο σφυρί και στο αμόνι, η Φροσύνη στη λίμνη, η Μπουμπουλίνα στα κύματα, ο Δυσσέας στη φυλακή. Είναι το Μεσολόγγι. Το ψηλό αλωνάκι με το πικραμένο και ανάρματο Σουλιώτη, η πείνα η γύμνια η ζωή που μαραίνεται στην αθάνατη φρεσκάδα της άνοιξης. Αγαπητοί μου μαθηταί, ελληνόπουλα: Πριν από 150 χρόνια ελευθερώθηκε η πατρίδα από τη σκλαβιά. Μια φοβερή σκλαβιά γιομάτη φρίκη και τρομάρα. Όλη η πατρίδα μας τότε έμοιαζε με σκοτεινή, θλιμμένη και αγέλαστη νύχτα. Αν ζούσαμε θα ακούγαμε παντού ένα πνιχτό, πικρό παραπονεμένο μοιρολόι. Οι πρόγονοί μας, οι παππούδες μας δεν είχαν τίποτα δικό τους. Ούτε σπίτια, ούτε χωράφια, ούτε παιδιά, ούτε σχολεία, ούτε νόμους. Όλα ανήκαν στους Τούρκους, τους κατακτητές και τους τυράννους. Έσφαζαν, σκότωναν, έκαιγαν, φυλάκιζαν, έκοβαν δέντρα, γκρέμιζαν τα βουνά και στέρευαν τα ποτάμια. Νόμιζε κανείς ότι του Θεού η κατάρα είχε απλωθεί στη γαλάζια πατρίδα μας. Αυτή η δυστυχία βάσταξε 400 ολόκληρα χρόνια. Οσόπου ένα πρωί ξεσηκώθηκε ο λαός μας, άρπαξε όπλα, δρεπάνια, ξύλα, σίδερα και ό,τι άλλο είχε, σήκωσε τα μάτια ψηλά στον ουρανό, καταπρόσωπα στου Θεού το θρόνο και ξεστόμισε ένα φοβερό όρκο: Ή να διώξουν τον τύραννο ή να πεθάνουν όλοι. Έτσι άρχισε ο σηκωμός. Ο μεγάλος αγώνας. Χύθηκε τότε ποτάμι το αίμα, κι ύστερα από χρόνια πολλά έριξαν οι πρόγονοί μας τους τυράννους στη θάλασσα και ελευθέρωσαν τη χώρα από τα θεριά. Από τότε λάμπει ο ήλιος, λουλουδίζει η άνοιξη, γερανίζουν τα κύματα, κελαηδούν τα πουλιά στα ρέματα και κάθε Απρίλη γιορτάζουμε την Ανάσταση του Χριστού. Ελεύθεροι πια, τιμημένοι και περήφανοι. Δίκαια λοιπόν σήμερα στρέφουμε τη μνήμη, τη σκέψη μας πίσω στο μεγάλο και σημαδιακό κείνο σταθμό της ιστορίας μας να τιμήσουμε και να δοξάσουμε τους σεμνούς αγωνιστές, που άλλαξαν την πορεία και τη μοίρα της φυλής μας. Να τους δοξάσουμε και να τους τιμήσουμε και να τους δώσουμε την υπόσχεση ότι ακολουθούμε τα βήματά τους και τον αιώνιο δρόμο, που ασάλευτοι εκείνοι από τότε μας δείχνουν.
* Ομιλία στο Γυμνάσιο Μολάων την 25η Μαρτίου του 1970. |