Διονύσιος Μπερερής (Εκπαιδευτικός, συγγραφέας)
Δημητρίου Λιαντίνη. Οι ώρες των άστρων
Ύστερα από οχτώ χρόνια απ’ την αναχώρηση του Δημ. Λιαντίνη, η σύζυγος του εξέδωσε δύο ποιητικές του συλλογές. Η πρώτη που τιτλοφορείται «Οι ώρες των Άστρων» περιλαμβάνει 42 ποιήματα και η δεύτερη με τον τίτλο «Η όγδοη μέρα» έχει 24 ποιήματα. Περιέχονται σε ένα καλαίσθητο τόμο των 102 σελίδων. Είναι οι ποιητικές του εμπνεύσεις που αποτυπώθηκαν στο χαρτί τα χρόνια μεταξύ 1971 και 1980. Προσωπικά, δεν πίστευα ότι ο Δημήτρης Λιαντίνης έγραφε ξεχωριστά ποίηση, αφού ο ρυθμός, το ύφος και γενικά το γράψιμό του στα δοκίμια που γεμίζουν μια δεκάδα Πανεπιστημιακών συγγραμμάτων υπήρξε ποιητικό. Ποίηση μέσα από πεζό φιλοσοφικό λόγο. Γνήσιος στοχαστής, ο καθηγητής της Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, γνώστης, όσο ελάχιστοι, της Αρχαίας Γραμματείας, του παιδαγωγικού πνεύματος και όλου του σύγχρονου ηθικού και φιλοσοφικού λόγου, βίωνε το πνεύμα και τη σοφία. Γνώμονας ζωής και μαστιγωτικός της αθλιότητας, της αναξιοκρατίας, του κανιβαλισμού διαμαρτυρόταν για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικες στις αθώες γενιές που έρχονται. Διαβάζουμε στα βιογραφικά του ότι «στα πάρεργά του ασχολήθηκε με τους κήπους και με τον ουρανό. Με τάξη και κλιτότητα και στο μέτρο του ανθρώπου». Τα περισσότερα ποιήματα της πρώτης συλλογής έχουν τίτλους και ονόματα των αστερισμών και πότε μιλάει με σαφήνεια και πότε αινιγματικά. Υπήρξε προσεκτικός μελετητής της αστρονομίας. Σ’ ένα αδημοσίευτο κείμενό του ζητάει να του δώσουν πίσω τις αναπνοές του στον κήπο ανατολικά. Υψιπετούσε φιλοσοφώντας μειλίχιος και γλυκός κι όταν προσγειωνόταν σε θέματα ζωής και συμπεριφοράς έριχνε τις αστραπές του. Πράος και μανιασμένος ή όπως θα έλεγαν οι γραμματιζούμενοι: Νηφομανής, Υμνωδός για τους Ομήρους, τους Σωκράτηδες, τους Πλάτωνες και Δίας κεραυνοφόρος για τους «Τραγομάσχαλους» της καθημερινής ζωής. Αν τα πεζά του πρέπει να τα «νεκροτομήσεις» ως διαλεκτικός για να καταλάβεις τα υψηλά διανοήματά του, για τα ποιήματά του πρέπει να ξέρεις να χειριστείς το Λιαντίνειο κώδικα αποκρυπτογράφησης των νοημάτων, συναισθημάτων και ιδεών του. Θα χρειαστείς κόπο και χρόνο για να διαβάσεις μια σελίδα του, γιατί τα ίδια διέθετε κι αυτός όταν τά’γραφε, αφού τα’γραφε, όπως ο ίδιος λέει «από οργή για τους αιώνες που δεν θα υπάρχει». Λυρικός μαζί και δραματικός. Στα ποιήματά του δύο είναι οι βασικοί πρωταγωνιστές, ο θάνατος, ο ισχυρός και αθάνατος κι ο έρωτας. Και οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο όμορφος Ενδυμίων, που άλλοτε ακουμπάει ξύπνιος στα στήθη της Σελήνης, κι άλλοτε κοιμάται τον ύπνο του νεκρού, κάτω από το αμίλητο βλέμμα της. Για τις δύο αυτές έννοιες στοχάστηκε πολύ ο ποιητής μας. Ο έρωτας κι ο θάνατος είναι το ίδιο πράγμα θα μας πει και θα μας θυμίσει το δεκαπεντασύλλαβο στίχο του Δημοτικού μας: «Τι έρωτας τι θάνατος, δεν έχεις να διαλέξεις». Ο Λιαντίνης πιστεύει πως κάθε φορά που ερωτεύονται δυο άνθρωποι γεννιέται το Σύμπαν Και κάθε φορά που πεθαίνει ένας, πεθαίνει το Σύμπαν. Έξω απ’ τον έρωτα και το θάνατο πρωταρχικό δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Ακόμη μιλάει για τον αγώνα του ανθρώπου που «στέκεται ανάμεσα στο ναι και το όχι» σε τούτη τη μίζερη ζωή, αναζητεί το κάλλος και τον απασχολεί κυρίως το παρελθόν: «μπροστά κοιτάζεις και βλέπεις πίσω», θα γράψει. Στη δεύτερη συλλογή «Η όγδοη μέρα», κακίζει τη μικρόνοια των ανθρώπων. Θα διαμαρτυρηθεί: «Η τύφλα μας μονάχα άπαρτο Κάστρο» και «στα κλαδιά της Ακακίας ανθίζει η βιάση». Το βιβλίο προλογίζει η «καθ’ύλην αρμόδια», η σύζυγός του Νικολίτσα, καθηγήτρια φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, προτάσσοντας και το πιο σημαντικό του κείμενο που έγραψε την παραμονή της εξαφάνισής του και αναφέρεται «στον αρχηγό της φύσης, τον τιμημένο Πολυκράτη, τον ΄Υπατο και τιμητή στις φρουρές και στα κάστρα του χρόνου», «Το γνώριμο άγνωστο», στίχο με τον οποίο τελειώνει το ποίημα, θυμίζοντας εκείνο του Παύλου «»τω αγνώστω Θεώ». Και την αδυναμία απάντησης στο ερώτημα της Μαργαρίτας του Φάουστ, ερώτημα για το οποίο γίνεται η γιγαντομαχία των φιλοσόφων: «Τι Θεός, τι δε Θεός και τι το μέσον». Τέλος, τον απασχολεί η έννοια της «αλήθειας», που και ο ίδιος ο Χριστός εσιώπησε στην ερώτηση του Πιλάτου: «και τις εστίν η αλήθεια». Έννοια που την χρησιμοποιεί ως τελευταία λέξη στο αρτιότερο σύγγραμμά του, εκεί που ο Πήγασός του συντρίβει τα γκέμια και τραβάει προς τη «Γκέμμα». Η ποίηση του Δημ. Λιαντίνη στάθηκε σε υψηλούς βαθμούς ποιότητας και τάξης. Ο ποιητής παίζει έξοχα με τις λέξεις: «δεν θα ελαττωθούν τα έλατα» και στις αντιθέσεις βρίσκει την ομορφιά: «τη λήκυθο φυλάγοντας της νηνεμίας / καταμεσίς στη λυσίκομη πιλαλίστρα του Αιγαίου». Αν θέλαμε να πούμε, ότι ο Δ. Λιαντίνης γράφοντας είχε μελετήσει κάποιους ποιητές, αυτοί θ’ακούουν στο όνομα του Σεφέρη και του Ελύτη και ίσως του Σικελιανού, χωρίς με τούτο που λέμε να μη θεωρήσουμε ότι του ήταν οικεία στο μέγιστο βαθμό όλη η Νεοελληνική Γραμματεία.
(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΤΑ ΑΙΤΩΛΙΚΑ, τευχ. 7ο , Ιούλιος - Δεκέμβριος 2006,
|