Διονύσης Σέρρας (Εκδότης, συγγραφέας)
Συναντώντας το Δημήτρη Λιαντίνη
....................................................................................................................................... Θησαύρισμα και δώρημα πλούτου νοητικού, ιδεολογικού, φιλοσοφικού, ποιητικού, ανθρωπογνωστικού, γλωσσικού, λογοτεχνικού κ.ά. συγκροτεί η «Γκέμμα» του Δημ. Λιαντίνη, τούτη η εξομολογητική κ’ εκρηκτική ροή και κατάθεση της «τελευταίας λέξης» του, της ό λ ο π ά θ ο ς κ α ί Σ’ αυτό το πληθωρικό και γενναιόδωρο πνευματικό-συγγραφικό του κληροδότημα, την «Γκέμμα», στο αποχαιρετιστήριο μίλημά του, ο Δημ. Λιαντίνης, με τ’ άλματα, τις διαπλοκές και τις «προ(σ)κλήσεις» της σπιθόβολης σκέψης και πένας του και την υφή και ροή του καινόφωνου λόγου του, καταθέτει το απόσταγμα της συν-εύρεσής του και της συν-τονίας του με το άριστο και αθάνατο Πνεύμα των μεγάλων, κινώντας από τον θείο Όμηρο, τον Εμπεδοκλή, τον Αισχύλο, τον Σωκράτη, τον Σοφοκλή κ.ά. δωρητές σοφίας και ουσίας – και περηφάνειας για τον Άνθρωπο –και φτάνοντας ως τους νεότερους διαδόχους και χαράκτες της μετέπειτα ακμής, τον Σαίξπηρ, τον Νίτσε, τον Γκαίτε, τον Χάιζενμπεργκ, τον Σολωμό, τον Καβάφη..., ορίζοντας καθαρά τα όρια και τις εσοχές του γνωστικού, ηθικού κ’ αισθητικού του χώρου. Αποθέτει τους ώριμους και ύστερους καρπούς της ανήσυχης, όπως τα σπλάχνα του, της διεισδυτικής και οξείας κριτικής του σκέψης, του έντονου και εύλογου υπαρξιακού προβληματισμού του, της με «κόψη τρομερή»-για τον ίδιο και άλλους-α λ ή θ ε ι ά ς του, της στάσης ζωής και των προσωπικών θέσεών του (αποδεκτών ή μη), του ανατρεπτικού, μαχητικού και ασυμβίβαστου χαρακτήρα και λόγου του. Λόγου συχνά καίριου και τολμηρού, επιγραμματικού και απόλυτου, αιρετικού και καυστικού, ελεύθερου και επιθετικού, φτάνοντας στην πλήρη άρνηση και απόρριψη των ψεύτικων και δυναστευτικών επινοημάτων, στον μηδενισμό, στην απόλυτη πίστη στην κυρίαρχη Φ ύ σ η και στο μεταφυσικό Τ ί π ο τ ε. Η οξύτονη συχνά γραφή –και η εύηχη φωνή – του Δημ. Λιαντίνη, πολυσύνθετη, αδέσμευτη, χωρίς κοινολογίες, ποιητικόμορφη, αφυπνιστική (αρεστή ή μη), αναμένει όσους είναι σε θέση να τιθασεύσουν το άμετρο κι ανόητο «Εγώ» τους, ν’ ασπαστούν το σωκρατικό «εν οίδα, ότι ουδέν οίδα» (και όχι μόνο), για να βιώσουν και ν’ απολαύσουν, λίγο-πολύ, τα σαφή μηνύματα και τα –προς το τέλειο –κέντρισμά της. Να τα βιώσουν νεκρώνοντας πολλά και διάφορα «σαρκώματα» και ν’ ανατρέψουν – μέσω αυτής και του εγκόσμιου, κι όχι απόκοσμου, γεννήτορά της, - όλα τα θλιβερά και τ’ ανούσια και τα προσβλητικά του καιρού και του κόσμου συμπτώματα, τα φαιδρά ή τα άθλια – στην ουσία τους τραγικά – της κατά τα άλλα άξιας να θεωθεί, θαυμαστικά, ανθρώπινης ζωής και ύπαρξης, της ικανής από μήτρα φυσική ν’’ απλώσει άσαρκα φτερά, στηριγμένη στ΄ άθωρα «ποδάρια» της, όπως αυτά του Νου και του Στήθους (ή της Γνώσης και της Αγάπης). Ασφαλώς η περίπτωση του Δημ. Λιαντίνη δεν είναι συνηθισμένη (και ευτυχώς) ούτε εξαντλείται μ΄ ένα απλό κείμενο γι’ αυτόν, μ’ αφορμή κυρίως μια ομιλία του και το τελευταίο του βιβλίο. Η γνωριμία και η επαφή με το λόγο του, διαφορετικό, ουσιαστικό και αξιανάγνωστο για όσους δεν αρέσκονται σε προϊόντα κίβδηλα, χωνευτικά, της βιβλιοψυχαγοράς, συνεχίστηκε για μας και συνεχίζεται γυρνώντας και ξαναγυρνώντας (σ)τις σελίδες με τους φιλοσοφικούς, ποιητικούς, ανθρωποκεντρικούς και κλασικά «ελληνικόσημους» στοχασμούς του. Έτσι μετά την πάμφωνη της εκπνοής του «Γκέμμα», τον συναντήσαμε και πάλι με το πνεύμα και τον λόγο του αληθινά και γενναιόδωρα διδακτικό στο γλωσσικοσχολικής υφής εγχειρίδιο του «Τα Ελληνικά»» (1994) όπου, σ’ έναν «δεκάλογο» ελεύθερης σκέψης και γραφής, ποιητικολογίας, βιογνωσίας και ελληνομάθειας αισθητικοηθικής, αναπτύσσει το «πιστεύω» του για την ιδανική μορφή και το λειτούργημα του διδασκάλου, τις απόψεις και τις θέσεις του για τη «γλώσσα των ανθρώπων», για την «ποίηση και τη ζωή», για τους άξιους να λέγονται και να μνημονεύονται εσαεί ως Ποιητές (όχι εφήμεροι στιχοπλόκοι και «σφετεριστές»), αλλά και για θέματα άμεσα σχετιζόμενα με την ελληνική ζωή και τέχνη, την αρχαιότητα και τη θλιβερή συνέχειά της, για τη λεγόμενη «ελληνοχριστιανική αγωγή» , τη γνήσια δημοκρατία κλπ. Τούτο το βιβλίο του Λιαντίνη, έστω και αν κάπου φθάνει στα άκρα - στοχεύοντας πάντα στην κορφή, που ο ίδιος θεάται και βιώνει, αποτελεί ένα συμπλήρωμα εκφραστικό της θεωρίας και της «ταυτότητας» του, της ανθρώπινης ελληνικής και πνευματικής του καταγωγής και οντότητας. Είναι το προσωπικό του μαχητικό «ευαγγέλιο», το κήρυγμα της αναστατικής για τη ζωή και τον νεοέλληνα, κυρίως αποκάλυψης. Είναι ό,τι συνοπτικά διακηρύσσει και εντέλλεται στο προλογικό, σαν μόνο – του πόθου και της ματαιότητας ιδεογράφημά του, όπου κωδικοποιεί και πλαστουργεί, τετράσημα, του «κόσμου» του ελληνικού το «θαύμα». «να υπάρχεις Ελληνικός δηλώνει τέσσερες τρόπους συμπεριφοράς. Ότι δέχεσαι την αλήθεια που έρχεται μέσα από τη φύση ׂόχι την αλήθεια που φτιάχνει το μυαλό των ανθρώπων. Ότι ζεις σύμφωνα με την ηθική της γνώσηςׂόχι με την ηθική της δεισιδαιμονίας και των προκαταλήψεων. Ότι αποθεώνεις την ομορφιάׂγιατί η εμορφιά είναι δυνατή σαν το νου σου και φθαρτή σαν τη σάρκα σου. Και κυρίως αυτό: ότι αγαπάς τον άνθρωπο. Πως αλλιώς! Ο άνθρωπος είναι το πιο τραγικό πλάσμα μέσα στο σύμπαν». ...........................................................................................................................................
Είκοσι χρόνια μετά την έκδοσή του το βιβλίο αυτό διατηρεί ακέραιη την αξία του, την ομορφιά του, τη θεματική του πληρότητα, την ακμή και την πνοή της ποιητικής του γλώσσας..., καλύπτοντας πολύ Ο λόγος του Δημ. Λιαντίνη, πότε εύηχος και πότε κρυπτικός, πότε ανούσιος και πότε ανιαρός, είναι .......................................................................................................................................... (Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΑ ΦΥΛΛΑ, Ζάκυνθος, Φθινόπωρο –Χειμώνας 1998, σελ. 250-260). |